στροφικός

στροφικός
-ή, -ό / στροφικός, -ή, -όν, ΝΑ [στροφή]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρική στροφή ή αυτός που αποτελείται από στροφές
2. φρ. «στροφική ικανότητα»
χημ. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει ορισμένες ουσίες να στρέφουν το επίπεδο πόλωσης τού φωτός το οποίο τίς διαπερνά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στροφή, ο στρεφόμενος
2. φρ. «στροφικά φυτά» — φυτά τα οποία ονομάστηκαν έτσι από το γεγονός ότι, ενώ ήταν ακόμη ανθηρά, τά ξερίζωναν και τά χρησιμοποιούσαν ως λίπασμα για τη γη (Ησύχ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”